ἐξεπίτηδες
τὸν πάνθ' ὁρῶντα καὐτὸν οὐχ ὁρώμενον → the all-seeing though himself unseen
English (LSJ)
A Adv. = ἐπίτηδες, on purpose, Hp.Art.47, Ar.Pl.916, Pl.Grg. 461c, al., Men.Epit.328.
2 with malice prepense, D.21.56, 187, Phld.Lib.p.62 O.
German (Pape)
[Seite 877] ganz absichtlich, mit allem Fleiße; οὔκουν δικαστὰς ἐξ. ἡ πόλις ἄρχειν καθίστησιν; Ar. Plut. 916; Xenarch. com. Ath. VI, 225 (v. 10); κτώμεθα ἑταίρους, ἵνα Plat. Gorg. 461 c, öfter; προσκρούεσθαι ἀλλήλοις Din. 1, 99; Sp.; εὑρεῖν Luc. Alex. 10.
French (Bailly abrégé)
adv.
à dessein.
Étymologie: ἐξ, ἐπίτηδες.
Russian (Dvoretsky)
ἐξεπίτηδες: adv.
1 (пред)намеренно, умышленно (ποιεῖν τι Arph., Plat.);
2 упорным трудом (εὑρεθείς Luc.);
3 усердно, деятельно, ревностно (καταπλεῦσαι Arst.);
4 со злым умыслом (ὑβρίζειν Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξεπίτηδες: Ἐπίρρ. = ἐπίτηδες, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 813, Ἀριστοφ. Πλ. 916, Πλάτ. Γοργ. 461C, κ. ἀλλ. 2) ἐξεπίτηδες, μὲ προμεμελετημένον κακὸν σκοπόν, Δημ. 532. 25., 575. 10.
Greek Monolingual
και ξεπίτηδες (Α ἐξεπίτηδες) επίτηδες
επίρρ.
1. σκόπιμα, εκ προθέσεως
2. με προμελετημένο και συνήθως κακό σκοπό.
Greek Monotonic
ἐξεπίτηδες: επίρρ., εξεπίτηδες, σε Αριστοφ., Πλάτ.· με προμελετημένη, εκ προθέσεως κακή διάθεση, σε Δημ.
Middle Liddell
adverb
of set purpose, Ar., Plat.: with malice prepense, Dem.