θησαυροφυλάκιον
Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich
English (LSJ)
[ᾰ], τό, treasury, Artem. 1.74, Them.Or.7.91d.
German (Pape)
[Seite 1211] τό, Schatzkammer, Sp., wie Artemid. 1, 74.
Greek (Liddell-Scott)
θησαυροφῠλάκιον: τό, τόπος ἢ δωμάτιον ἔνθα φυλάττεται ὁ θησαυρός, ταμεῖον, Ἀρτεμίδ. 1. 74, Εὐστ. Πονημάτ. 71. 10.
Greek Monolingual
το (ΑΜ θησαυροφυλάκιον) θησαυροφύλακας
το μέρος όπου φυλάγεται θησαυρός («το θησαυροφυλάκιο της τράπεζας»)
νεοελλ.
(σε μερικές χώρες, κυρίως στην Αγγλία) το υπουργείο τών οικονομικών («πρώτος λόρδος του θησαυροφυλακίου» — τίτλος ο οποίος δίνεται συνήθως στον πρωθυπουργό στην Αγγλία).
Translations
treasury
Arabic: خَزِينَة; Armenian: գանձարան; Azerbaijani: xəzinə; Belarusian: скарбніца, казна, скарб; Bulgarian: ковчежничество, трезор, хазна; Catalan: tresoreria; Chinese Mandarin: 國庫/国库; Czech: pokladna; Danish: statskasse; Dutch: schatkist, schatkamer; Finnish: valtion kassa; French: trésorerie; Galician: tesouraría; Georgian: ხაზინა; Greek: θησαυροφυλάκιο; Ancient Greek: γαζοφυλάκιον, θησαυροφυλάκιον, κειμηλιάρχιον, κειμηλιοφυλάκιον, κορβανᾶς, ῥισκοφυλάκιον, ταμιεῖον, χρηματοφυλάκιον; Hindi: ख़ज़ाना, राजकोष; Hungarian: államkincstár; Italian: tesoreria; Japanese: 国庫; Kazakh: қазына; Korean: 국고(國庫); Kyrgyz: казына; Latin: aerarium; Macedonian: трезор; Malayalam: ഖജനാവ്; Middle English: tresorie; Norwegian Bokmål: statskasse; Old English: māþmhūs; Persian: خزانهداری, خزانه, بیت المال; Plautdietsch: Kauss; Polish: skarbiec; Portuguese: tesouro; Romanian: tezaur de stat, trezorerie, vistierie; Russian: казна, казначейство; Slovak: pokladňa, pokladnica; Slovene: zakladnica; Southern Altai: казына; Spanish: tesorería, erario; Swahili: hazina; Tagalog: ingatang-yaman; Tajik: хазина; Turkish: hazine; Turkmen: hazyna; Ukrainian: скарбниця, казна; Uyghur: خەزىنە; Uzbek: xazina; Vietnamese: kho bạc, ngân khố