λαθροπόδης

From LSJ
Revision as of 09:36, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαθροπόδης Medium diacritics: λαθροπόδης Low diacritics: λαθροπόδης Capitals: ΛΑΘΡΟΠΟΔΗΣ
Transliteration A: lathropódēs Transliteration B: lathropodēs Transliteration C: lathropodis Beta Code: laqropo/dhs

English (LSJ)

λαθροπόδου, ὁ, stealthy-paced, AP 9.409 (Antiphan.).

German (Pape)

[Seite 6] oder λαθρόπους, -ποδος, heimlich gehend. schleichend, λαθροπόδας τόκους, Antiphan. ep. 3 (IX, 409), von den Zinsen, die allmälig das ganze Vermögen verzehren.

French (Bailly abrégé)

(ὁ, ἡ)
qui s'avance secrètement ou insensiblement.
Étymologie: λάθρᾳ, πούς.

Russian (Dvoretsky)

λαθροπόδης: или λαθρό-πους, ποδος adj. (только acc. pl. λαθροπόδας) тайно подкрадывающийся, вороватый, т. е. незаметно разоряющий (должников) (τόκοι Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

λαθροπόδης: -ου, ὁ, ὁ κρυφίως περιπατῶν, ἕρπων, Ἀνθ. Π. 9. 409.

Greek Monolingual

λαθροπόδης, ὁ (Α)
αυτός που περπατά χωρίς να γίνεται αντιληπτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο)- + -πόδης (< πους, ποδός), πρβλ. αιγοπόδης].

Greek Monotonic

λαθροπόδης: -ου, ὁ (ποῦς), αυτός που περπατάει στα κρυφά, που έρπει, σε Ανθ.

Middle Liddell

λαθρο-πόδης, ου, ὁ, πούς
stealthy-paced, Anth.