σάθων
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
ωνος, ὁ, from σάθη, like πόσθων from πόσθη, a coaxing word of nurses to a boy-baby, Telecl.65.
German (Pape)
[Seite 857] ωνος, ὁ, ein Knabe od. Mann, nach dem männlichen Gliede, σάθη genannt; VLL., aus Teleclid., ὑποκόρισμα παιδίων ἀῤῥένων. S. nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
σάθων: -ωνος, ὁ, ἐκ τοῦ σάθη, ὡς πόσθων ἐκ τοῦ πόσθη, ὑποκόρισμα λεγόμενον ὑπὸ τῶν τροφῶν περὶ μικρῶν παιδίων, ὁ ἔχων μεγάλην σάθην, Τηλεκλείδ. ἐν Ἀδήλ. 22.
Greek Monolingual
-ωνος, ὁ, Α
1. (υποκόρισμα που έλεγαν οι τροφοί στα μικρά αρσενικά παιδιά) αυτός που έχει μεγάλο πέος
2. (ώς κύριο όν.) Σάθων
τίτλος έργου του Αντισθένους εναντίον του Πλάτωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάθη «ανδρικό μόριο» + επίθημα -ων, -ωνος (πρβλ. πόσθων, πόρδων)].