τυφλίνος
From LSJ
Ὀργῆς χάριν τὰ κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου → Arcana amici ne per iram prodito → Geheimnisse des Freunds verrate nicht im Zorn
Greek Monolingual
ο / τυφλῖνος, ΝΑ, και τυφλίνης και τύφλην, Α
ζωολ. λόγια ονομασία είδους φιδιού που μοιάζει με στιλπνό σκουλήκι, του Typhlops vermicularis, του γένους τυφλώψ, τυπικού εκπροσώπου της οικογένειας τυφλωπίδες
νεοελλ.
λόγια ονομασία άποδης σαύρας, είδος σκίγκου, γνωστό και με την κοινή ονομασία κονάκι
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «ἰχθὺς Νειλώϊος»·
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + επίθημα -ῖνος (πρβλ. κορακίνος, κυπρίνος), λόγω τών μικρών ματιών του ερπετού].