πολύφθορος

From LSJ
Revision as of 06:30, 9 May 2023 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 540
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύφθορος Medium diacritics: πολύφθορος Low diacritics: πολύφθορος Capitals: ΠΟΛΥΦΘΟΡΟΣ
Transliteration A: polýphthoros Transliteration B: polyphthoros Transliteration C: polyfthoros Beta Code: polu/fqoros

English (LSJ)

ον, Pass., utterly destroyed or utterly ruined, Οἰχαλία, δῶμα, S. Tr. 477, El. 10. (φθείρω II. 4) involving or enduring many wanderings, π. τύχαι, πλάνη, A. Pr. 633, 820; of merchants, S. Fr. 555.5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 entièrement dévasté, ruiné;
2 riche en catastrophes;
3 qui court mille dangers.
Étymologie: πολύς, φθείρω.

German (Pape)

sehr viel Verderben, Unglück habend; δῶμα Πελοπιδῶν, Soph. El. 10, vgl. Trach. 477; Eur. Phoen. 1029.

Russian (Dvoretsky)

πολύφθορος:
1 пораженный многими бедствиями (δῶμα Πελοπιδῶν Soph.);
2 совершенно разрушенный, разоренный (Οἰχαλία Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύφθορος -ον [πολύς, φθείρω] veel geteisterd, aan veel vernietiging blootgesteld:. ξένων... στίχας πολυφθόρους ἐν δαί de gelederen van de vreemdelingen, zwaar geteisterd in de strijd Aeschl. Sept. 925; πολύφθορόν τε δῶμα het door rampspoed geteisterde huis Soph. El. 10. veel rondzwervend:. π. πλάνη vele omzwervingen Aeschl. PV 820; τὰς πολυφθόρους τύχας hun ongelukkige omzwervingen Aeschl. PV 633.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(με παθ. σημ.) αυτός που περιπλανήθηκε πολύ, πολυπλάνητος
αρχ.
1. ο ολοκληρωτικά κατεστραμμένος, ο παντελώς αφανισμένος («πολύφθορόν τε δῶμα Πελοπιδῶν», Σοφ.)
2. πιθ. αυτός που αψηφά φθορές και κινδύνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φθορος (< φθείρω), πρβλ. ανεμό-φθορος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.].