οἰνόληπτος
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
οἰνόληπτον, possessed by wine, drunken, Plu.2.4b.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
pris de vin.
Étymologie: οἶνος, ληπτός.
German (Pape)
vom Wein ergriffen, trunken, ἀνδράποδον οἰν. καὶ λίχνον, Plut. ed.lib. 7.
Russian (Dvoretsky)
οἰνόληπτος: опьяненный вином, пьяный Plut.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνόληπτος: -ον, ὁ ὑπὸ οἴνου κατειλημμένος, μεμεθυσμένος, μέθυσος, Πλούτ. 2. 4Β.
Greek Monolingual
οἰνόληπτος, -όν (Α)
αυτός που έχει κυριευθεί από το κρασί, μέθυσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -ληπτος (< λαμβάνω), πρβλ. φρενόληπτος].