παιδοκόμος

From LSJ
Revision as of 11:34, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδοκόμος Medium diacritics: παιδοκόμος Low diacritics: παιδοκόμος Capitals: ΠΑΙΔΟΚΟΜΟΣ
Transliteration A: paidokómos Transliteration B: paidokomos Transliteration C: paidokomos Beta Code: paidoko/mos

English (LSJ)

παιδοκόμον, cherishing children, Nonn. D. 5.378.

German (Pape)

[Seite 441] Kinder pflegend, wartend, Nonn. D. 5, 378. 8, 183 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui prend soin des enfants.
Étymologie: παῖς, κομέω.

Greek (Liddell-Scott)

παιδοκόμος: -ον, ὁ ἐπιμελούμενος ἢ ἀνατρέφων παιδία, Νόνν. Δ. 5. 378, Κύριλλ.

Greek Monolingual

-ο (ΑΜ παιδοκόμος, -ον)
νεοελλ.
(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η παιδοκόμος
αυτός που ασχολείται με την παιδοκομία
μσν.-αρχ.
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που περιποιείται και ανατρέφει παιδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. βρεφοκόμος].

Greek Monotonic

παιδοκόμος: -ον (κομέω), αυτός που φροντίζει παιδιά.

Middle Liddell

παιδο-κόμος, ον, κομέω
taking care of children.