παιδοκομία

From LSJ

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδοκομία Medium diacritics: παιδοκομία Low diacritics: παιδοκομία Capitals: ΠΑΙΔΟΚΟΜΙΑ
Transliteration A: paidokomía Transliteration B: paidokomia Transliteration C: paidokomia Beta Code: paidokomi/a

English (LSJ)

ἡ, care, education of a child, Hsch.

German (Pape)

[Seite 441] ἡ, Kinderpflege, -wartung, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

παιδοκομία: ἡ, «παιδοτροφία» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

η (Α παιδοκομία) παιδοκόμος
η ανατροφή και η φροντίδα μικρών παιδιών
νεοελλ.
σύνολο μέτρων που εφαρμόζονται για την εξασφάλιση της φυσιολογικής σωματικής και ψυχικής ανάπτυξης τών παιδιών.