ποικιλόμουσος
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
ποικιλόμουσον, yielding rich music, χέλυς Tim.Pers.234.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει ή παράγει ποικίλη, πλούσια μουσική αρμονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -μουσος (< μοῦσα), πρβλ. φιλόμουσος].