χαλκεγχής
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
English (LSJ)
χαλκεγχές, with brazen lance, χαλκεγχέων Τρώων E.Tr.143 (lyr.) (χαλκέγχεων in cod.Hsch. is wrongly accented, cf. δολιχεγχής).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
à la lance d'airain.
Étymologie: χαλκός, ἔγχος.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που έχει χάλκινη λόγχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -εγχής (< ἔγχος «δόρυ»), πρβλ. κεραυνεγχής].
Greek Monotonic
χαλκεγχής: -ές (ἔγχος), αυτός που έχει χάλκινο δόρυ, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
χαλκεγχής: вооруженный медным (бронзовым) копьем (Τρῶες Eur.).