ἡλιόκτυπος

From LSJ
Revision as of 13:03, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs)

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡλιόκτῠπος Medium diacritics: ἡλιόκτυπος Low diacritics: ηλιόκτυπος Capitals: ΗΛΙΟΚΤΥΠΟΣ
Transliteration A: hēlióktypos Transliteration B: hēlioktypos Transliteration C: ilioktypos Beta Code: h(lio/ktupos

English (LSJ)

ον, sunburnt, A.Supp.155(lyr.) (ἡδιόκτυπον cod. Med.).

German (Pape)

[Seite 1162] = ἡλιόβλητος, μέλαν ἡλ. γένος Aesch. Suppl. 146, nach Wellauer's Verbesserung.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
frappé du soleil.
Étymologie: ἥλιος, κτυπέω.

Russian (Dvoretsky)

ἡλιόκτῠπος: опаленный солнцем (γένος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἡλιόκτῠπος: -ον, ἡλιόβλητος, ἡλιοκαής, Αἰσχύλ, Ἱκετ. 155, ἐκ δορθώσεως τοῦ Wellauer ἀντὶ ἡ διόκτυπον (κατὰ τὴν γραφὴν τοῦ χειρογρ., ― οὐχὶ ἢ διόκτυπον).

Greek Monolingual

ἡλιόκτυπος, -ον (Α)
ο καμένος από τον ήλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -κτυπος (< κτυπώ), πρβλ. αντίκτυπος, οπλόκτυπος].