ἡλιόκτυπος

Revision as of 13:03, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ον, sunburnt, A.Supp.155(lyr.) (ἡδιόκτυπον cod. Med.).

German (Pape)

[Seite 1162] = ἡλιόβλητος, μέλαν ἡλ. γένος Aesch. Suppl. 146, nach Wellauer's Verbesserung.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
frappé du soleil.
Étymologie: ἥλιος, κτυπέω.

Russian (Dvoretsky)

ἡλιόκτῠπος: опаленный солнцем (γένος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἡλιόκτῠπος: -ον, ἡλιόβλητος, ἡλιοκαής, Αἰσχύλ, Ἱκετ. 155, ἐκ δορθώσεως τοῦ Wellauer ἀντὶ ἡ διόκτυπον (κατὰ τὴν γραφὴν τοῦ χειρογρ., ― οὐχὶ ἢ διόκτυπον).

Greek Monolingual

ἡλιόκτυπος, -ον (Α)
ο καμένος από τον ήλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -κτυπος (< κτυπώ), πρβλ. αντίκτυπος, οπλόκτυπος].