εὔπηνος
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
εὔπηνον, (πήνη) of fine texture, ὑφαί E.IT312, 814.
German (Pape)
[Seite 1088] schön gewebt, ὑφαί, Eur. I. T. 312 (v.l. für εὔπηκτος). 814. 1465.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d'une belle trame.
Étymologie: εὖ, πήνη.
Russian (Dvoretsky)
εὔπηνος: красиво сотканный, тонкотканный (ὑφαί Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔπηνος: -ον, (πήνη) καλῶς ὑφασμένος, ὑφαὶ Εὐρ. Ι. Τ. 312, 814, κτλ.
Greek Monolingual
εὔπηνος, -ον (Α)
αυτός που είναι καλά υφασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πηνος (< πήνη «υφάδι»), πρβλ. λεπτόπηνος, πολύπηνος].
Greek Monotonic
εὔπηνος: -ον (πήνη), καλοϋφασμένος, ωραιόπλεχτος, σε Ανθ.
Middle Liddell
εὔ-πηνος, ον πήνη
of fine texture, Eur.