ζηλοδοτήρ

From LSJ
Revision as of 12:35, 8 February 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γνῶμαι δ' ἀμείνους εἰσὶ τῶν γεραιτέρων → Consilia tutiora sunt, quae dant senes → Die Ansichten der Alten haben größren Wert

Menander, Monostichoi, 101
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζηλοδοτήρ Medium diacritics: ζηλοδοτήρ Low diacritics: ζηλοδοτήρ Capitals: ΖΗΛΟΔΟΤΗΡ
Transliteration A: zēlodotḗr Transliteration B: zēlodotēr Transliteration C: zilodotir Beta Code: zhlodoth/r

English (LSJ)

ζηλοδοτῆρος, ὁ, giver of bliss, AP 9.524.7.

German (Pape)

[Seite 1138] ῆρος, ὁ, heißt Dionysus, Anth. IX, 524, 7, der Leidenschaft od. edles Streben erweckt.

French (Bailly abrégé)

ῆρος;
adj. m.
qui procure des biens enviables (Bacchus).
Étymologie: ζῆλος, δοτήρ.

Russian (Dvoretsky)

ζηλοδοτήρ: ηρος ὁ внушающий рвение, пробуждающий страсти (Διονυσος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ζηλοδοτήρ: -ῆρος, ὁ, πάροχος εὐδαιμονίας, μακαριότητος, κατ’ ἄλλους, ὁ ἐμβάλλων εὐγενῆ ὁρμήν, Διόνυσος Ἀνθ. Π. 9. 524, 7.

Greek Monolingual

ζηλοδοτήρ, -ῆρος, ό (Α)
αυτός που διεγείρει τον ζήλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζήλος (Ι) + δοτήρ (< δίδωμι.

Greek Monotonic

ζηλοδοτήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που χαρίζει ευδαιμονία, ευτυχία, μακαριότητα, σε Ανθ.

Middle Liddell

ζηλο-δοτήρ, ῆρος,
giver of bliss, Anth.