σκωπτόλης
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
English (LSJ)
σκωπτόλου, ὁ, mocker, jester, Ar.V.788, D.C.46.18, etc.
German (Pape)
[Seite 909] ὁ, Spaßmacher, Possenreißer, Spötter; Ar. Vesp. 788; D. Cass. 46, 18; vgl. Lob. zu Phryn. p. 613.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
moqueur, qui lance des mots piquants.
Étymologie: σκώπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκωπτόλης -ου, ὁ, [σκώπτω] spotter, grappenmaker.
Russian (Dvoretsky)
σκωπτόλης: ου ὁ шутник, балагур, насмешник Arph.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που περιπαίζει, σκώπτης, χλευαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός όρος, σχηματισμένος απο το θ. σκωπτ- του ενεστ. του ρ. σκώπτ-ω με επίθημα -όλης (πρβλ. μαιν-όλης: μαίνομαι)].
Greek Monotonic
σκωπτόλης: -ου, ὁ, σαρκαστής, αστεϊζόμενος, χωρατατζής, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
σκωπτόλης: -ου, ὁ, ἀστεῖος, περιπαίζων, Ἀριστοφ. Σφ. 788, Δίων Κ. 46. 18, κτλ.· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 618. (Ἐκ τοῦ σκώπτω, ὡς τὸ μαινόλης ἐκ τοῦ μαίνομαι). - ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 233.