συνναύτης
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
English (LSJ)
συνναύτου, Dor. συνναύτας, ὁ,
A shipmate, S.Aj.902 (lyr.), E.Cyc.425, 705,708, Pl.R. 389c.
II pl., members of a guild of worshippers of Isis, IGRom.1.817.21 (Callipolis).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
matelot avec d'autres.
Étymologie: σύν, ναύτης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνναύτης -ου, ὁ, Dor. συνναύτᾶς [σύν, ναύτης] medeopvarende.
German (Pape)
ὁ, Schiffsgenosse; Soph. Aj. 886; Eur. Cycl. 424; Plat. Rep. III.389c, Polit. 297a und Sp., wie Luc.
Russian (Dvoretsky)
συνναύτης: ου ὁ спутник по морскому путешествию Soph.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. συνναύτας, ὁ, Α ναύτης
1. αυτός που ανήκει στο πλήρωμα του ίδιου πλοίου με κάποιον άλλο
2. μέλος συντεχνίας ψαράδων
3. μέλος θιάσου λατρευτών της Ίσιδος.
Greek Monotonic
συνναύτης: -ου, ὁ, ναύτης στο ίδιο πλοίο με κάποιον άλλον ναύτη, αυτός που υπηρετεί ως ναύτης στο ίδιο πλοίο με κάποιον άλλον ναύτη, συνταξιδιώτης, σε Σοφ., Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
συνναύτης: -ου, ὁ, καὶ αὐτὸς ναύτης ἐν τῷ πλοίῳ, ὁ συνηπηρετῶν ἐν τῷ αὐτῷ πλοίῳ μετ’ ἄλλου ναύτου, συνταξιδιώτης, Σοφ. Αἴ. 902, Εὐρ. Κύκλ. 425, Πλάτ. Πολ. 389C.
Middle Liddell
συν-ναύτης, ου, ὁ,
a shipmate, Soph., Eur.