συνναύτης

From LSJ
Revision as of 10:43, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνναύτης Medium diacritics: συνναύτης Low diacritics: συνναύτης Capitals: ΣΥΝΝΑΥΤΗΣ
Transliteration A: synnaútēs Transliteration B: synnautēs Transliteration C: synnaytis Beta Code: sunnau/ths

English (LSJ)

συνναύτου, Dor. συνναύτας, ὁ,
A shipmate, S.Aj.902 (lyr.), E.Cyc.425, 705,708, Pl.R. 389c.
II pl., members of a guild of worshippers of Isis, IGRom.1.817.21 (Callipolis).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
matelot avec d'autres.
Étymologie: σύν, ναύτης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνναύτης -ου, ὁ, Dor. συνναύτᾶς [σύν, ναύτης] medeopvarende.

German (Pape)

ὁ, Schiffsgenosse; Soph. Aj. 886; Eur. Cycl. 424; Plat. Rep. III.389c, Polit. 297a und Sp., wie Luc.

Russian (Dvoretsky)

συνναύτης: ου ὁ спутник по морскому путешествию Soph.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. συνναύτας, ὁ, Α ναύτης
1. αυτός που ανήκει στο πλήρωμα του ίδιου πλοίου με κάποιον άλλο
2. μέλος συντεχνίας ψαράδων
3. μέλος θιάσου λατρευτών της Ίσιδος.

Greek Monotonic

συνναύτης: -ου, ὁ, ναύτης στο ίδιο πλοίο με κάποιον άλλον ναύτη, αυτός που υπηρετεί ως ναύτης στο ίδιο πλοίο με κάποιον άλλον ναύτη, συνταξιδιώτης, σε Σοφ., Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

συνναύτης: -ου, ὁ, καὶ αὐτὸς ναύτης ἐν τῷ πλοίῳ, ὁ συνηπηρετῶν ἐν τῷ αὐτῷ πλοίῳ μετ’ ἄλλου ναύτου, συνταξιδιώτης, Σοφ. Αἴ. 902, Εὐρ. Κύκλ. 425, Πλάτ. Πολ. 389C.

Middle Liddell

συν-ναύτης, ου, ὁ,
a shipmate, Soph., Eur.

English (Woodhouse)

fellow-sailor, fellow-traveller on board ship

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)