ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
Full diacritics: παχύνους | Medium diacritics: παχύνους | Low diacritics: παχύνους | Capitals: ΠΑΧΥΝΟΥΣ |
Transliteration A: pachýnous | Transliteration B: pachynous | Transliteration C: pachynous | Beta Code: paxu/nous |
-ουν, contr. for παχύνοος (thick-witted).
-ουν, ΝΜΑ, παχύνοος, -οον, Α
αυτός που είναι παχύς, νωθρός στο μυαλό, όχι γρήγορος στην αντίληψη, χοντροκέφαλος, ανόητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ- + -νους (< νόος νοῦς), πρβλ. βραδύνους].
zusammengezogen aus παχύνοος.