σκελεαγής

From LSJ
Revision as of 10:52, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Παθητός (ποθητός) ἐστι πᾶς τις εὐπροσήγορος → Facile alloqueris omnem, qui passu'st mala → Leicht ansprechbar ist jeder, der gelitten hat

Menander, Monostichoi, 457
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκελεᾱγής Medium diacritics: σκελεαγής Low diacritics: σκελεαγής Capitals: ΣΚΕΛΕΑΓΗΣ
Transliteration A: skeleagḗs Transliteration B: skeleagēs Transliteration C: skeleagis Beta Code: skeleagh/s

English (LSJ)

σκελεαγές, (ἄγνυμι) with broken legs, σκελεαγεῖς ποιήσω, Glossaria on γυιώσω, Porph.ad Il.8.402 p.300 S.; τὸ σ. fracture of the legs, Glossaria (σκελι-).

Greek (Liddell-Scott)

σκελεᾱγής: -ές, (ἄγνυμι) ὁ θραύων, συντρίβων τὰ σκέλη, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Η. 101· τὸ σκελεαγές, κάταγμα τῶν σκελῶν, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που έχει σπασμένα τα σκέλη
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σκελεαγές
το κάταγμα του σκέλους, σκελοκοπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκέλος + -αγής (< ἄγος < ἄγνυμι «σπάω»), πρβλ. περιαγής].

German (Pape)

s. σκελιαγής.