συνοδοιπορέω
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
English (LSJ)
travel together, τινι travel with one, Nic.Dam.Fr.66.19 J., Luc.Herm.13, PGiss.27.4 (ii A.D.).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
faire route avec.
Étymologie: συνοδοιπόρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνοδοιπορέω συνοδοιπόρος samen de weg afleggen.
German (Pape)
mit reisen, zusammen reisen, Luc. Hermot. 13.
Russian (Dvoretsky)
συνοδοιπορέω: вместе путешествовать (τινι Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
συνοδοιπορέω: ὁδοιπορῶ ὁμοῦ, τινί, μετά τινος, Λουκ. Ἑρμότ. 13· ― συνοδοιπορία, ἡ, τὸ ὁμοῦ ὁδοιπορεῖν, Βάβρ. 110· ― συνοδοιπόρος, ὁ, ὁ ὁμοῦ ὁδοιπορῶν, Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 12, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 27. 7.
Greek Monotonic
συνοδοιπορέω: μέλ. -ήσω, ταξιδεύω, οδοιπορώ μαζί, συνταξιδεύω, τινί, με κάποιον σε Λουκ.
Middle Liddell
fut. ήσω [from συνοδοίπορος]
to travel together, τινί with one, Luc.