Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αφρός

From LSJ
Revision as of 16:48, 18 September 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Low German German Low German" to "Low German")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 540

Greek Monolingual

ο (AM ἀφρός)
1. οι φυσαλλίδες που σχηματίζονται στην επιφάνεια των υγρών όταν αναταράσσονται ή βράζουν
2. οι φυσαλλίδες του σάλιου που σχηματίζονται στο στόμα
νεοελλ.
1. το πιο εκλεκτό μέρος κάποιου πράγματος
2. κάτι πολύ ελαφρό, απαλό, εύθραυστο
αρχ.
αφρώδες αίμα, αίμα και αφρός μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη που συνδέει το αφρός με το αρμεν. p'tp'ur «αφρός», μολονότι δελεαστική, προσκρούει στη δυσκολία συσχετισμού του αρμεν. τ. με ανάλογες ινδοευρ. λέξεις. Εξάλλου η παλαιότερη σύνδεση με τα όμβρος, αρχ. ινδ. abhra- «σύννεφο» κ.λπ. δεν ισχύει λόγω της αποκλίνουσας σημασίας των ανωτέρω τύπων. Η λ. αφρός, ήδη ομηρική, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον αφρό της θάλασσας, του ποταμού, του κρασιού αλλά και τον αφρό στο στόμα ανθρώπων και ζώων. Επίσης η λ. αφρός δήλωνε και είδος του ψαριού αφύη, ονομασία που κατά τον Ησύχιο οφειλόταν στο λευκό, όμοιο με τον αφρό, χρώμα του ψαριού αυτού.
ΠΑΡ. αφρώδης
μσν.- νεοελλ.
αφρισμός (νεοελλ. και άφρισμα).
ΣΥΝΘ. άναφρος, αφρόγαλα
αρχ.
δίαφρος, έπαφρος, ύπαφρος
νεοελλ.
αφροκοπώ, αφρολόγος, αφροξυλιά].

Translations

foam

Afrikaans: skuim; Albanian: shkumë; Arabic: رَغْوَة‎, زَبَد‎, زَبَد البَحْر‎; Egyptian Arabic: ريم‎, رغوة‎; Hijazi Arabic: رَغْوَة‎, زَبَد‎; Moroccan Arabic: كشكوشة‎; Armenian: փրփուր; Aromanian: spumã; Assamese: ফেন, ফেনা; Azerbaijani: köpük; Bashkir: күбек; Basque: apar; Belarusian: пена; Bengali: ফেনা; Berber Tashelhit: aluffi; Bikol Central: subo; Bulgarian: пяна; Burmese: အမြှုပ်, အ‌မြှုပ်; Catalan: escuma; Chepang: भोप्‌; Cherokee: ᎤᏬᎩᏟ; Cheyenne: é'távo; Chinese Mandarin: 泡沫, 沫, 泡; Chuvash: кӑпӑк; Czech: pěna; Dalmatian: sploima; Danish: skum; Dutch: schuim; Esperanto: ŝaŭmo; Estonian: vaht; Faroese: skúm; Fijian: vuso; Finnish: vaahto; French: écume, mousse; Friulian: sbrume; Galician: escuma, foula, babuxa, cachón, bogada, cuspia; Georgian: ქაფი; German: Schaum; Alemannic German: Schuum; Bavarian: schaum; Gothic: 𐍈𐌰𐌸𐍉; Greek: αφρός; Ancient Greek: ἀφρός, ἄχνη, ἄχνα, ἀφρισμός; Hawaiian: huʻa; Hebrew: קֶצֶף‎; Hindi: झाग, कोप, फेन; Hungarian: hab; Icelandic: froða; Ido: spumo; Indonesian: busa; Ingush: чоп; Irish: sobal, cúr; Italian: schiuma; Japanese: 泡, 泡; Kazakh: көбік, көпіршік; Khmer: ពពុះ; Korean: 거품; Kurdish Central Kurdish: کەف‎; Northern Kurdish: kef; Kyrgyz: көбүк; Lao: ຟອງ, ລະລອກ, ໂຟມ; Latin: spuma; Latvian: putas; Lezgi: каф; Lithuanian: puta; Low German: Schuum; Macedonian: пена; Malay: busa; Malayalam: പത; Maltese: ragħwa; Manchu: ᠣᠪᠣᠩᡤᡳ, ᡥᠣᡶᡠᠨ; Maori: hukanga, pūtai, pūpūtai; Middle English: fom; Mongolian: хөөс; Neapolitan: scumma; Norwegian Bokmål: skum; Nynorsk: skum; Occitan: escuma; Old English: fām; Oromo: hoomacha; Ossetian: фынк; Ottoman Turkish: كوپوك‎, كف‎; Persian: کف‎; Plautdietsch: Schum; Polish: piana; Portuguese: espuma; Romanian: spumă; Russian: пена; Samoan: piapia; Sanskrit: फेन; Sardinian: sprumma, spuma, ispruma; Scottish Gaelic: cobhar, cop; Serbo-Croatian Cyrillic: пена, пјена; Roman: pena, pjena; Shor: кӧбӱк; Sicilian: scuma; Slovak: pena; Slovene: pena; Spanish: espuma; Swahili: povu; Swedish: skum; Sylheti: ꠚꠦꠘ; Tagalog: bula; Tajik: кафк; Tamil: நுரை; Tarifit: kuffu; Tatar: күбек; Telugu: నురగ; Thai: ฟอง, โฟม; Turkish: köpük; Turkmen: köpük; Udmurt: шукы; Ukrainian: пі́на; Urdu: جھاگ‎; Uyghur: كۆپۈك‎; Uzbek: koʻpik; Venetian: sbiùma; Vietnamese: bọt; Wakhi: xuf; Walloon: schome; Welsh: ewyn; West Frisian: skom; White Hmong: npuas; Yagnobi: хаф; Yiddish: פּינע‎, שוים‎; Yámana: sia