παυστήριος

From LSJ
Revision as of 11:08, 18 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "S.''OT''" to "S.''OT''")

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παυστήριος Medium diacritics: παυστήριος Low diacritics: παυστήριος Capitals: ΠΑΥΣΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: paustḗrios Transliteration B: paustērios Transliteration C: pafstirios Beta Code: pausth/rios

English (LSJ)

παυστήριον,
A fit for ending or fit for relieving, νόσου S.OT150.
II παυστήριον, τό, alleviation, Nic.Th.746; τοῦ κακοῦ Ar.Byz.Arg.S.OT11.
2 outwork, fence, Hsch.
3 pl., name of mountains on which Orion died, Id.

German (Pape)

[Seite 538] zum Aufhörenmachen, Stillen, Beruhigen gehörig, νόσου, Soph. O. R. 150; ὕπνος, Nic. Ther. 746.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui peut faire cesser, mettre fin à, gén..
Étymologie: παύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παυστήριος -ον [παυστήρ] in staat om tot bedaren te brengen.

Russian (Dvoretsky)

παυστήριος: останавливающий, прекращающий (νόσου Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

παυστήριος: -ον, ὁ κατάλληλος πρὸς κατάπαυσιν ἢ ἀνακούφισιν, νόσου Σοφ. Ο. Τ. 150· ὕπνος π. Νικ. Θηρ. 746. ΙΙ. παυστήριον, τὸ, ἀνακούφισις, Ὑπόθεσις εἰς Σοφ. Ο. Τ.

Greek Monolingual

-ον, Α παυστήρ
1. ο κατάλληλος για κατάπαυση, απαλλαγή ή ανακούφιση από κάτι, ανακουφιστικός, λυτρωτικός («Φοῑβος... νόσου παυστήριος», Σοφ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παυστήριον
α) η ανακούφιση, το ξαλάφρωμα
β) εμπόδιο, φραγμός
3. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Παυστήρια
τα όρη πάνω στα οποία πέθανε ο Ωρίων.

Greek Monotonic

παυστήριος: -ον, κατάλληλος για ανακούφιση ή περίθαλψη νόσου, σε Σοφ.

Middle Liddell

παυστήριος, ον,
fit for ending or relieving, νόσου Soph.

English (Woodhouse)

alleviating

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)