χειρογραφία

From LSJ
Revision as of 12:26, 29 March 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν → it is the spirit that quickeneth; the flesh profiteth nothing (1 John 6:63)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρογρᾰφία Medium diacritics: χειρογραφία Low diacritics: χειρογραφία Capitals: ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΙΑ
Transliteration A: cheirographía Transliteration B: cheirographia Transliteration C: cheirografia Beta Code: xeirografi/a

English (LSJ)

ἡ,
A report in writing, PTeb.64 (a).54 (ii B.C.).
2 declaration attested by oath, written testimony, χειρογραφία ὅρκου βασιλικοῦ ib.27.32 (ii B.C.); κατὰ νόμους χειρογραφίας PRev.Laws 37.13 (iii B.C.); παραβεβηκότος τὰ τῆς χειρογραφίας PAmh.2.35.31 (ii B. C.).

Greek (Liddell-Scott)

χειρογραφία: ἡ, ἡ διὰ χειρὸς γραφή, Ἰω. Σκυλ. ἐν Γ. Κεδρ. τ. Β΄, σ. 666, 1.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ χειρογράφος
ιδιόχειρη γραφή, γράψιμο με το ίδιο το χέρι κάποιου («ἐπηκολούθηκα τῇ αὐθεντικῇ χειρογραφίᾳ», πάπ.)
αρχ.
1. ένορκη δήλωση ή κατάθεση
2. χειρόγραφο
3. τυπική έκφραση.