αὐτάδελφος
Οὐπώποτ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν → Numquam probarim sumptuosum mortuum → Nie preis ich einen Toten selbst im Prachtgewand
English (LSJ)
ον (η, ον Sch.E.Hec.944)
A brother's or sister's, αἷμα A.Th.718, Eu.89; αὐ. Ἰσμήνης κάρα S.Ant.1.
II Subst., one's own brother or sister, ib.503,696:—later αὐταδέλφη, ἡ, Sch.E.Ph.135.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): αὐτάδερφος Corinth 8(3).531.5 (crist.)
• Prosodia: [-ᾰ-]
• Morfología: [-ος, -η, -ον Sch.E.Hec.944D., Ph.153]
del propio hermano o hermana, αἷμα A.Th.718, Eu.89, Hld.7.5.4, αὐτάδελφον Ἰσμήνης κάρα cabeza hermana de Ismena, e.e., hermana Ismena S.Ant.1, λιτὰς μητρόθεν αὐταδέλφους Philic.SHell.680.24
•en uso pred. σὼ δ' αὐταδέλφω (son) tus dos hermanos E.Fr.495.18, τὸν δ' ... Αἴθωνος αὐτάδελφον Lyc.432, κοιμητήριον δι(α)φέρον Ἰωάνου καὶ Ἀγαθοκλῆ αὐταδέρφοις Corinth l.c., οὗτοι πάντες ὁμόσποροι καὶ αὐτάδελφοι ὑμῖν τε καὶ ἀλλήλοις Them.Or.6.77a
•subst. ὁ αὐτάδελφος el propio hermano S.Ant.503, 696
•ἡ αὐταδέλφη la propia hermana Sch.E.Ph.l.c.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
du propre frère, de la propre sœur ; ὁ, ἡ αὐτάδελφος le propre frère, la propre sœur.
Étymologie: αὐτός, ἀδελφός.
German (Pape)
leiblicher Bruder oder Schwester, Soph. Ant. 503, 696; leiblich verschwistert, αἷμα Aesch. Eum. 89; Spt. 700; κάρα Soph. Ant. 1; Sp. = ἀδελφός.
Russian (Dvoretsky)
αὐτάδελφος: II ὁ и ἡ родной брат или родная сестра Soph.
братский, родной, близкий (αἷμα Aesch.; κάρα Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
αὐτάδελφος: -ον, ἀδελφικός, ὁ ἀνήκων εἰς αὐτὸν τὸν ἀδελφόν, ἀλλ΄ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις; Αὐσχύλ. Θήβ. 718, Εὐμ. 89· ὦ κοινὸν αὐτάδελφον Ἰσμήνης κάρα Σοφ. Ἀντ. 1. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ὁ καθ΄ αὑτὸ ἀδελφός, ὁ ἐκ τῶν αὐτῶν γονέων ἀδελφὸς ἢ ἀδελφή, αὐτόθι 503, 696.
Greek Monolingual
-η και αυταδέλφι, το (AM αὐτάδελφος, -ον
Μ και θηλ. αὐταδέλφισσα)
αδελφός ή αδελφή από τους ίδιους γονείς
αρχ.
ως επίθ. αυτός που ανήκει στον αδελφό ή στην αδελφή («αὐτάδελφον Ἰσμήνης κάρα», «αὐτάδελφον αἷμα»).
Greek Monotonic
αὐτάδελφος: -ον·
I. αυτός που σχετίζεται με κάποιον με αδελφική σχέση, σε Αισχύλ., Σοφ.
II. ως ουσ., ομοαίματος αδελφός ή αδελφή, στον ίδ.
Middle Liddell
I. related as brother or sister, Aesch., Soph.
II. as substantive one's own brother or sister, Soph.