ἐγκατοικοδομέω
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
English (LSJ)
A to build in a place, Th.3.18 (Pass.).
II build in, immure, εἰς ἔρημον οἰκίαν Aeschin. 1.182:—metaph. in Pass., ὁ [ἀὴρ] ἐν τοῖς ὠσὶν ἐγκατῳκοδόμηται Arist. de An.420a9, cf. Porph.Abst.4.3.
Spanish (DGE)
1 construir, edificar en v. pas. φρούρια ... ἐπὶ τῶν καρτερῶν Th.3.18, Ποσειδῶνος τέμενος Lib.Descr.8.6.
2 encerrar entre muros, emparedar c. ac. de pers. αὐτὴν ... εἰς ἔρημον οἰκίαν Aeschin.1.182, ὁ δὲ (πατήρ) ἐπήρωσεν αὐτὸν καὶ ἐγκατῳκοδόμησεν el (padre) le mutiló y emparedó Hieronym.Phil.32, cf. D.C.Epit.7.8.11, ἡμεῖς ... ἑαυτοὺς ... ἐγκατοικοδομοῦμεν Plu.2.601d
•gener., perf. pas. estar encerrado ὁ δ' (ἀήρ) ἐν τοῖς ὠσὶν ἐγκατῳκοδόμηται Arist.de An.420a9, ἐγκατῳκοδομημένοις ἐοίκασιν se asemejan a los emparedados a causa de sus armaduras, Plu.Luc.28, τῆς εὐπορίας ... ἐγκατῳκοδομημένης καὶ ἀργούσης Plu.Lyc.9, τοῖς τυραννείοις ἐγκατῳκοδομημένον ... ἐγκαταβιῶσαι Plu.2.783d
•estar almacenado σίτου ... ἐγκατῳκοδομημένου τοῖς τείχεσι Plu.Aem.8.
3 arq. empotrar, introducir en una construcción οἰκοδομήσει ... [στ] όχους ... δι[α] λείποντας ἑπτὰ πόδας καὶ ἐγκατοικ[οδ] ομήσει στρωτῆρας [δ] ύο levantará pilares a intervalos de siete pies y empotrará en ellos dos viguetas horizontales de pilar a pilar IG 22.463.59 (IV a.C.), στήλαν ... ἐς τὰν οἰκίαν ἐς τὸν τοῖχον Abh.Leipz.62(1).1969.40.6 (Astipalea III a.C.).
German (Pape)
[Seite 706] 1) darin, darauf erbauen; φρούρια ἐπὶ τῶν κρατερῶν Thuc. 3, 18. – 2) in ein Gebäude einschließen; εἰς ἔρημον οἶκον Aesch. 1, 182, u. Sp.; Plut. Aemil. 8, vom Getreide. – Übertr, ἀὴρ ἐν τοῖς ὠσὶν ἐγκατῳκοδόμηται Arist. anim. 2, 8.
French (Bailly abrégé)
ἐγκατοικοδομῶ :
ao. ἐγκατῳκοδόμησα, pf. Pass. ἐγκατῳκοδόμημαι;
1 bâtir dans;
2 emprisonner, εἴς τι.
Étymologie: ἐν, κατοικοδομέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκατοικοδομέω:
1 (в чем-л.) строить, пристраивать (φρούρια ἐπὶ τῶν καρτερῶν ἐγκατῳκοδόμηται Thuc.);
2 досл. застраивать, преграждать постройками, перен. лишать свободного выхода, запирать (ὁ ἀὴρ ἐν τοῖς ὠσὶν ἐγκατῳκοδόμηται Arst.; ἡ τρυφὴ ὁδὸν οὐκ ἔχουσα, ἀλλὰ ἐγκατῳκοδομημένη Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκατοικοδομέω: οἰκοδομῶ ἔν τινι τόπῳ, Θουκ. 3. 18. ΙΙ. περικλείω, ἐγκλείω, εἰς ἔρημον οἰκίαν Αἰσχίν. 26. 8: ― μεταφ. ἐν τῷ παθ., ὁ ἀήρ ἐν τοῖς ὠσὶν ἐγκατῳκοδόμηται Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 8, 9.
Greek Monotonic
ἐγκατοικοδομέω: μέλ. -ήσω·
I. χτίζω, οικοδομώ σε μια περιοχή, σε Θουκ.
II. περιτειχίζω, εγκλείω, σε Αισχίν.
Middle Liddell
fut. ήσω
I. to build in a place, Thuc.
II. to immure, Aeschin.