λιχμάζω

From LSJ
Revision as of 06:46, 13 October 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλ' οὐδὲν δεῖ παρὰ τὸν βωμόν σε βουλεύειν → better safe than sorry

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιχμάζω Medium diacritics: λιχμάζω Low diacritics: λιχμάζω Capitals: ΛΙΧΜΑΖΩ
Transliteration A: lichmázō Transliteration B: lichmazō Transliteration C: lichmazo Beta Code: lixma/zw

English (LSJ)

A = λιχμάω (play with the tongue), Hes.Sc.235; γλώσσῃ λ. Nic.Th.229.
II trans., lick, Opp.H.2.250, Nonn. D. 44.111; Ion. impf., λιχμάζεσκε δέρην Mosch.2.94.

French (Bailly abrégé)

1darder sa langue.
Étymologie: cf. λιχμάω.
2se pourlécher.
Étymologie: usage thrace de λιχμάζω.

German (Pape)

λιχμάω, lecken, züngeln, von Schlangen, Hes. Sc. 234; Nic. Th. 229; belecken, Opp. H. 2.250; λιχμάζεσκε δέρην, Hosch. 2.94.

Russian (Dvoretsky)

λιχμάζω: Hes. = λιχμάω.

Greek (Liddell-Scott)

λιχμάζω: (λείχω) = λιχμάω, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 235· γλώσσῃ λ. Νικ. Θ. 229. ΙΙ. μεταβ., λείχω, ὃν πόδα λιχμάζουσι Ὁππ. Ἁλ. 2. 250, Νόνν. Δ. 44. 111· Ἰων. παρατ. λιχμάζεσκε δέρην Μόσχ. 2. 94.

Greek Monolingual

λιχμάζω (Α)
1. (για φίδια) περιστρέφω τη γλώσσα
2. γλείφω, λιχμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λιχμῶ, κατά τα ρ. σε -άζω].

Greek Monotonic

λιχμάζω: (λείχω)
I. = λιχμάω, σε Ησίοδ.
II. μτβ., γλείφω, γʹ ενικ. Ιων. παρατ. λιχμάζεσκε, σε Μόσχ.

Middle Liddell

λιχμάζω, λείχω
I. = λιχμάω, Hes.
II. trans. to lick, ionic 3rd sg. imperf. λιχμάζεσκε Mosch.