Λυδιστί
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
[ῐ], Adv. after the Lydian fashion, Cratin. 256; in Music, in the Lydian mode, Pl.La.188d; ἡ Λ. ἁρμονία Id.R.398e, cf. Arist.Pol.1342b32, Plu.2.1134b.
Greek (Liddell-Scott)
Λῡδιστί: [ῐ], Ἐπίρρ., κατὰ τὴν γλῶσσαν τῶν Λυδῶν, κατὰ τὸν τρόπον τῶν Λυδῶν, Κρατῖν. ἐν «Ὥραις» 2, Πλάτ. Λάχ. 188D· ἐν τῇ Μουσικῇ, κατὰ τὴν Λυδικὴν ἁρμονίαν, ἡ Λ. ἁρμονία Πλάτ. Πολ. 398Ε, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 15, Πλούτ. 2. 1184Β.
Greek Monotonic
Λῡδιστί: [ῐ], επίρρ., κατά τη γλώσσα των Λυδών, κατά τον τρόπο, κατά τα ήθη των Λυδών, σε Πλάτ.· λέγεται για τη μουσική, κατά τη Λυδική αρμονία, ἡ Λυδιστὶ ἁρμονία, στον ίδ.
Middle Liddell
in the Lydian tongue, after the Lydian fashion, Plat.: of Music, in the Lydian mode, ἡ Λ. ἁρμονία Plat.