ἔκπτωμα
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
-ατος, τό,
A dislocation, Hp.Art.28.
II collapse of a dam, PTeb.72.78 (ii B. C.).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
I 1medic. dislocación, luxación Hp.Off.23, Mochl.4, de la mano, Hp.Art.28, ἐκπτώματα ... ἐπὶ τῶν ἐξηρθρηκότων Gal.18(2).887.
2 caída, hundimiento περιχώμ[α] τος PTeb.72.78 (II a.C.).
II fig. error, fallo βροτῶν Gr.Naz.M.37.1429A.
German (Pape)
[Seite 777] τό, das ausgefallene, ausgerenkte Glied, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκπτωμα: τό, ἐξάρθρωσις, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 796.
Greek Monolingual
ἔκπτωμα, το (Α)
1. εξάρθρωση
2. κατάρρευση αναχώματος.
Translations
dislocation
Bulgarian: изкълчване, навяхване; Chinese Mandarin: 脫位/脱位, 脫臼/脱臼; Czech: vykloubení; Finnish: sijoiltaanmeno; French: luxation; Galician: luxación; German: Verrenkung, Luxation; Greek: εξάρθρωση; Ancient Greek: ἀνάπλευσις, ἀποπάλησις, διάστρεμμα, διαφορά, διαφορή, ἐκβολή, ἔκκλισις, ἐκπαλεία, ἐκπάλησις, ἐκπόρπισις, ἔκπτωμα, ἔκπτωσις, ἐκστροφή, ἔξαλσις, ἐξάρθρημα, ἐπιστροφίς, μετακίνησις, μετάστασις, ὀλίσθημα, ὀλίσθησις, παράρθρημα, παράρθρησις, παρεναλλαγή, προπήδησις, στρέμμα, χάλασμα; Hungarian: ficam, kificamodás, kificamítás; Japanese: 脱臼, 断層; Latin: luxus; Macedonian: исколчување; Portuguese: deslocamento, deslocação, luxação; Russian: вывих; Spanish: luxación, dislocación; Swedish: urledvridning, dislokation, luxation; Tagalog: pagkapiang