ἀξιοκοινώνητος

From LSJ
Revision as of 13:14, 11 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "werth" to "wert")

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀξιοκοινώνητος Medium diacritics: ἀξιοκοινώνητος Low diacritics: αξιοκοινώνητος Capitals: ΑΞΙΟΚΟΙΝΩΝΗΤΟΣ
Transliteration A: axiokoinṓnētos Transliteration B: axiokoinōnētos Transliteration C: aksiokoinonitos Beta Code: a)ciokoinw/nhtos

English (LSJ)

ἀξιοκοινώνητον, worthy of our society, Pl.R. 371e; worthy to share in, τοῦ συλλόγου Lg.961a.

Spanish (DGE)

-ον
1 digno de la comunidad, ἄλλοι διάκονοι Pl.R.371e.
2 digno de participar en τοῦ συλλόγου Pl.Lg.961a.

German (Pape)

[Seite 269] des Umgangs wert; wert, zur Theilnahme zugelassen zu werden, Plat. Re P. II, 371 e Legg. XII, 961 a.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
digne d'être fréquenté.
Étymologie: ἄξιος, κοινωνέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀξιοκοινώνητος:
1 достойный общения (διάκονοι Plat.);
2 достойный участвовать (τοῦ ξυλλόγου Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀξιοκοινώνητος: -ον, ὁ ἄξιος τῆς κοινωνίας, τινὸς Πλάτ. Πολ. 371Ε, Νόμ. 961Α.

Greek Monolingual

ἀξιοκοινώνητος, -ον (Α)
όποιος είναι άξιος να συμμετέχει σε κάτι.

Greek Monotonic

ἀξιοκοινώνητος: -ον (κοινωνέω), άξιος της παρέας κάποιου, σε Πλάτ.

Middle Liddell

κοινωνέω
worthy of one's society, Plat.