συμπλανάομαι

From LSJ
Revision as of 11:24, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπλᾰνάομαι Medium diacritics: συμπλανάομαι Low diacritics: συμπλανάομαι Capitals: ΣΥΜΠΛΑΝΑΟΜΑΙ
Transliteration A: symplanáomai Transliteration B: symplanaomai Transliteration C: symplanaomai Beta Code: sumplana/omai

English (LSJ)

wander about with, τινι D.S.3.59, Plu.Ant.29, Philostr.Ep.56: metaph., ταῖς ἀγνοίαις.. τῶν συγγραφέων Plb.3.21.10.

German (Pape)

[Seite 987] mit, zugleich, zusammen umherirren, umherschweifen, ταῖς ἀγνοίαις τῶν συγγραφέων Pol. 3, 21, 10.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
errer ensemble, s'égarer ensemble ou avec, τινι.
Étymologie: σύν, πλανάομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμπλανάομαι [σύμπλανος] samen rondzwerven met, met dat.

Russian (Dvoretsky)

συμπλᾰνάομαι:
1 совместно блуждать, вместе странствовать Plut.: παρακολουθεῖν καὶ σ. τινι Diod. сопровождать кого-л. в (его) странствиях;
2 вместе заблуждаться: σ. ταῖς ἀγνοίαις τινός Polyb. быть введенным в заблуждение чьей-л. неосведомленностью.

Greek Monotonic

συμπλᾰνάομαι: Παθ., περιπλανιέμαι με κάποιον, σε Πολύβ.

Greek (Liddell-Scott)

συμπλᾰνάομαι: μέλλ. -ήσομαι, περιπλανῶμαι μετά τινος, τινι Διόδ. 3. 59, κτλ.· μεταφορ., πλανῶμαι ὁμοῦ, ταῖς ἀγνοίαις τῶν συγγραφέων Πολύβ. 3. 21, 10.

Middle Liddell

Pass. to wander about with, Polyb.