σιταγωγέω
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
convey corn, c. acc. cogn., σ. σιταγωγίαν Luc.Nav. 14: abs., D.C.47.37,49.27:—Med., import corn, IG22.28.18.
German (Pape)
[Seite 884] Getreide führen, fahren, Getreide zuod. herbeiführen, Sp., wie Luc. Nav. 14.
French (Bailly abrégé)
σιταγωγῶ :
amener un convoi de blé.
Étymologie: σιταγωγός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιταγωγέω [σιταγωγός] graan transporteren.
Russian (Dvoretsky)
σῑτᾰγωγέω: доставлять зерновой хлеб Luc.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτᾰγωγέω: φέρω σῖτον, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 14· - μετὰ συστοίχ. αἰτ., σ. σιταγωγίαν Λουκ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀπολ., Δίων Κ. 47. 37., 49. 27.
Greek Monotonic
σῑτᾰγωγέω: μέλ. -ήσω, αυτός που μεταφέρει σιτηρά, σε Λουκ.