ἀνταλαλάζω
πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται → for everyone who exalts himself will be humbled, and he who humbles himself will be exalted (Luke 14:11)
English (LSJ)
return a shout, of friendly armies, Plu.Pyrrh.32, Flam.4; of an echo, A.Pers.390.
Spanish (DGE)
(ἀντᾰλᾰλάζω)
devolver la voz ὄρθιον δ' ἅμα ἀντηλάλαξε νησιώτιδος πέτρας ἠχώ A.Pers.390
•responder con gritos de un ejército amigo, Plu.Pyrrh.32, Flam.4, Polyaen.8.23.2
•lanzar a su vez el grito de guerra de un ejército hostil a otro, Nonn.D.28.27.
German (Pape)
[Seite 243] (s. ἀλαλάζω), dagegen ein Kriegsgeschrei erheben, Plut. Flamin. 4 Pyrrh. 32; – von dem Echo, wiederhallen lassen, Aesch. Pers. 382.
French (Bailly abrégé)
répondre par un cri ou par des cris.
Étymologie: ἀντί, ἀλαλάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντᾰλαλάζω: отвечать криком, кричать в ответ (ἀντηλάλαξε ἠχώ Aesch.; οἱ μὲν ἀλαλάξαντες ἐπέβαινον …, οἱ δ᾽ ἀντηλάλαξαν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνταλαλάζω: ἀποκρίνομαι εἰς τὸν ἀλαλαγμὸν δι’ ἀλαλαγμοῦ, ἐπὶ ἀντιμαχωμένων στρατῶν, Πλουτ. Πύρρ. 32, κτλ., ἐπὶ τῆς ἠχοῦς, ἀντηχῶ, «ἀντιλαλῶ», Αἰσχύλ. Πέρσ. 390.
Greek Monolingual
(Α ἀνταλαλάζω)
αντηχώ, αντιλαλώ
αρχ.
ανταποκρίνομαι με αλαλαγμό στον αλαλαγμό συμμάχων ή συστρατιωτών.
Greek Monotonic
ἀντᾰλᾰλάζω: μέλ. -ξω, ανταποδίδω κραυγή, σε Αισχύλ.