αἱματορρόφος
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
αἱματορρόφον, blood-drinking, A.Eu.193, Archipp.4 D.; τίσις S.Fr.743.
Spanish (DGE)
(αἱμᾰτορρόφος) -ον
que sorbe sangre λέων A.Eu.193, τίσις de las Erinis, S.Fr.743, cf. Archipp.53.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui avale du sang.
Étymologie: αἷμα, ῥοφέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἱματορρόφος -ον αἷμα, ῥοφέω die bloed slurpt.
German (Pape)
blutschlürfend, λέων Aesch. Eum. 184.
Russian (Dvoretsky)
αἱμᾰτορρόφος: лакающий кровь (λέων Aesch.).
Middle Liddell
Greek Monotonic
αἱμᾰτορρόφος: -ον (ῥοφέω), αυτός που πίνει αίμα, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
αἱματορρόφος: -ον, (ῥοφέω) ὁ ῥοφῶν αἷμα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 193, Σοφ. Ἀποσπ. 813.