ἀνθόκροκος

From LSJ
Revision as of 07:47, 15 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "E.''Hec.''" to "E.''Hec.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔχεις δὲ τῶν κάτωθεν ἐνθάδ᾽ αὖ θεῶν ἄμοιρον, ἀκτέριστον, ἀνόσιον νέκυν → and you have kept here something belonging to the gods below, a corpse deprived, unburied, unholy | but keepest in this world one who belongs to the gods infernal, a corpse unburied, unhonoured, all unhallowed

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθόκροκος Medium diacritics: ἀνθόκροκος Low diacritics: ανθόκροκος Capitals: ΑΝΘΟΚΡΟΚΟΣ
Transliteration A: anthókrokos Transliteration B: anthokrokos Transliteration C: anthokrokos Beta Code: a)nqo/krokos

English (LSJ)

ἀνθόκροκον, (κρέκω) worked with flowers, πῆναι E.Hec.471 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ον bordado con flores πῆναι E.Hec.471.

German (Pape)

[Seite 232] mit buntfarbigem Einschlag, bunt durchwirkt, πῆναι Eur. Hec. 475.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tissu de couleurs éclatantes.
Étymologie: ἄνθος, κρόκη.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθόκροκος: затканный цветами, пестро расшитый (πῆναι Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθόκροκος: -ον, (κρέκω) ὁ ποικίλως διυφασμένος, δι’ ἀνθέων, ἢ ὁ κροκοβαφής, ἐν δαιδαλέαισι ποικίλλουσ’ ἀνθοκρόκοισι πήναις, «ἐν ποικίλαις μετάξαις κροκοβαφέσι» Σχολ. (προηγεῖται ἐν κροκέω πέπλω) Εὐρ. Ἑκ. 471.

Greek Monolingual

ἀνθόκροκος, -ον (Α)
ο υφασμένος με διάφορα σχέδια λουλουδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθος + -κροκος < κρέκω «υφαίνω» (πρβλ. λινόκροκος, μελάγκροκος, φοινικόκροκος)].

Greek Monotonic

ἀνθόκροκος: -ον (κρέκω), επεξεργασμένος με λουλούδια ή ο ανοιχτόχρωμος, σε Ευρ.

Middle Liddell

κρέκω
worked with flowers or brightcoloured, Eur.