λατομικός

From LSJ
Revision as of 07:30, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾱτομικός Medium diacritics: λατομικός Low diacritics: λατομικός Capitals: ΛΑΤΟΜΙΚΟΣ
Transliteration A: latomikós Transliteration B: latomikos Transliteration C: latomikos Beta Code: latomiko/s

English (LSJ)

λατομική, λατομικόν, for quarrying stones, σίδηρος D.S.3.12.

German (Pape)

[ᾱ], ή, όν, zum Brechen der Steine gehörig, σίδηρος, DS. 3.12.

Russian (Dvoretsky)

λᾱτομικός: камнебитный, камнетесный (σίδηρος Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

λᾱτομικός: -ή, -όν, ἁρμόδιος πρὸς ἐξαγωγὴν λίθων, σίδηρος Διόδ. 3. 12.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α λατομικός, -ή, -όν) λατόμος
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λατομείο ή σε λατόμο
αρχ.
κατάλληλος για λατόμηση, για εξαγωγή πέτρας ή μαρμάρου.