συναβολέω
From LSJ
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
English (LSJ)
aor. συνηβόλησα, meet, ἀλλήλοις Babr.61.3.
French (Bailly abrégé)
συναβολῶ :
se rencontrer avec.
Étymologie: σύν, ἀβολέω.
Russian (Dvoretsky)
συνᾰβολέω: встречаться (τινι Babr.).