θυμοβορέω
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
gnaw, vex the heart, Hes.Op. 799.
German (Pape)
[Seite 1223] das Herz verzehren, am Herzen nagen, Hes. O. 801.
French (Bailly abrégé)
θυμοβορῶ :
se ronger le cœur.
Étymologie: θυμοβόρος.
Russian (Dvoretsky)
θῡμοβορέω: терзать сердце, мучить, угнетать Hes.
Greek (Liddell-Scott)
θῡμοβορέω: τρώγω ἢ ἐνοχλῶ τὴν καρδίαν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 801.
Greek Monotonic
θῡμοβορέω: τρώω ή ενοχλώ την καρδιά, σε Ησίοδ.