καταπόνησις
From LSJ
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
English (LSJ)
καταπονήσεως, ἡ, affliction, Sm.Ex.3.7.
German (Pape)
[Seite 1371] ἡ, Ermattung, Entkräftung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καταπόνησις: καταπονήσεως, ἡ, κόπωσις, ἀδυναμία, ἐξάντλησις, Ἰω. Χρυσ., κτλ.