ἐγκαταλογίζομαι
From LSJ
φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death
English (LSJ)
reckon in, Is.11.45.
Spanish (DGE)
contar entre κἀγὼ μὲν ἐ. καὶ τὰ τοῦ ὑέος τοῦ ἐκποιηθέντος Is.11.45.
German (Pape)
[Seite 705] Dep. med., darunter zählen, rechnen, Is. 11, 45.
French (Bailly abrégé)
mettre en ligne de compte.
Étymologie: ἐν, καταλογίζομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκαταλογίζομαι: причислять, относить (к числу кого-л.) Isae.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαταλογίζομαι: ἀποθ.· συγκαταλογίζω, Ἰσαῖος 88. 36.
Greek Monotonic
ἐγκαταλογίζομαι: αποθ., συνυπολογίζω, συγκαταλογίζω, σε Ισαίο.