τεφρώδης

From LSJ
Revision as of 07:39, 2 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεφρώδης Medium diacritics: τεφρώδης Low diacritics: τεφρώδης Capitals: ΤΕΦΡΩΔΗΣ
Transliteration A: tephrṓdēs Transliteration B: tephrōdēs Transliteration C: tefrodis Beta Code: tefrw/dhs

English (LSJ)

τεφρῶδες, like ashes, Thphr. Ign.39, Babr.85.14, Plu.Them.8; τ. γῆ Str.16.2.44.

German (Pape)

[Seite 1102] ες, zsgzgn statt τεφροειδής, Plut. Them. 8, öfter.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
qui ressemble à la cendre, cendré.
Étymologie: τέφρα, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

τεφρώδης: похожий на пепел, пепельный (γῆ Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

τεφρώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ τεφροειδής, Βαβρ. 85. 14, Πλουτ. Θεμιστ. 8.

Greek Monolingual

-ες / τεφρώδης, -ῶδες, ΝΑ τέφρα
αυτός που μοιάζει κατά το χρώμα με την τέφρα, σταχτής
νεοελλ.
1. γεμάτος τέφρα
2. φρ. «τεφρώδες φως»
αστρον. το αμυδρό φως που φωτίζει το στραμμένο προς τη Γη τμήμα του σκοτεινού ημισφαιρίου της Σελήνης, κοντά στη φάση της Νέας Σελήνης, καθιστώντας εύκολα ορατό ολόκληρο τον σεληνιακό δίσκο.

Greek Monotonic

τεφρώδης: -ες (εἶδος), σε Βάβρ., Πλούτ.

Middle Liddell

τεφρ-ώδης, ες εἶδος = τεφρός, Babr., Plut.]