δύσριγος
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
English (LSJ)
δύσριγον, impatient of cold, sensitive to cold, ζῷα Hdt.5.10, cf.Arist.HA605a20 (Sup.), Men.1007, J.AJ7.14.3, Plu.2.916a; of plants, Thphr. HP 6.7.3. Adv. δυσρίγως Ruf. ap. Orib. 8.24.61, Agathin.ib.10.7.17: Comp. δυσριγοτέρως, διάγειν Arist.Pr.863a2.
Spanish (DGE)
(δύσρῑγος) -ον
1 que no tolera el frío, muy sensible al frío de anim. μέλισσαι Hdt.5.10, ὁ ὄνος Arist.HA 605a20, cf. GA 748a24, Str.7.3.18, δύσριγα γὰρ ὄντα διὰ τὸ ἄναιμα εἶναι (τὰ ὀστρακόδερμα) Arist.PA 680a35, prov. δυσριγότερος χελώνης más friolero que una tortuga Macar.3.41, ὁ ἐλέφας Arist.HA 630b26, cf. 610b33, τὰ κέρατα βοός Str.7.3.18, de plantas ἀβρότονον Thphr.HP 6.7.3, τὰ φυτά Plu.2.648d
•ref. a pers. que le afecta el frío, friolero Ar.Fr.94, Men.Fr.588, οἱ μεθύοντες Arist.Pr.871a1, οἱ ἀθληταί Arist.Pr.887b22, cf. 888a23, κενώτεροι δὲ ὄντες δυσριγότεροι somos más propensos al frío cuando tenemos el estómago vacío Arist.Pr.888b37, ἡ κεφαλή Arist.PA 665b30, διὰ τὸν χρόνον δ. ὑπῆρχεν I.AI 7.343.
2 adv. -ως con sensibilidad al frío, con frío δ. διάγειν Arist.Pr.863a2, πυρέσσοντα δὲ δ. ἔχειν tener escalofríos estando febril Ruf. en Orib.8.24.61, εἰ πρὸς τὴν ἀπόδυσιν δ. ἔχοιεν Agathin. en Orib.10.7.17.
German (Pape)
[Seite 688] sehr frostig; ζῶα Her. 5, 10; Ar. bei Poll. 4, 186 u. Men. bei Phryn. 418, wo es für unatt. erkl. wird; Arist. H. A. 8, 25 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très frileux.
Étymologie: δυσ-, ῥῖγος.
Russian (Dvoretsky)
δύσρῑγος: чувствительный к холоду, зябкий (ζῷα Her., Arst.; πάντα τὰ μαλάκια Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δύσρῑγος: -ον, δυσκόλως ὑπομένων τὸ ῥῖγος, λίαν εὐαίσθητος εἰς τὸ ψῦχος, ζῷα Ἡρόδ. 5. 10, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8, 25 κ. ἀλλ. ― Ἐπίρρ. δυσριγοτέρως διάγειν ὁ αὐτ. Προβλ. 1. 29.
Greek Monolingual
δύσριγος, -ον (AM)
αυτός που εύκολα αισθάνεται ρίγος, ο ευαίσθητος στο κρύο.
Greek Monotonic
δύσρῑγος: -ον, ευαίσθηστος στο κρύο, στο ψύχος, σε Ηρόδ.