ὀλιγότης

Revision as of 05:46, 26 September 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ὀλιγότητος, ἡ, opp. πλῆθος in all senses:
1 fewness, Pl.Lg.678c, Arist.Metaph.984a10,al., LXX Ps.101(102).23, Plu.Alex.20; fewness of rulers, Arist.Pol.1279b27.
2 smallness, scantiness, Pl.R. 591e, Lg.745d; of food, Epicur.Fr.456.
3 of time, shortness, Pl.Tht.158d.
4 feebleness of voice, Poll.6.145.

German (Pape)

[Seite 322] ητος, ἡ, Wenigkeit, Gegensatz von πλῆθος; Plat. Theaet. 158 d u. öfter, sowohl οὐσίας, als χρόνου; geringe Anzahl von Menschen, Legg. III, 678 c; Theophr. u. Sp.; auch = Kleinheit und übh. Geringfügigkeit.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
petitesse.
Étymologie: ὀλίγος.

Russian (Dvoretsky)

ὀλῐγότης: ητος ἡ
1 небольшое число, немногочисленность (ὀλιγότητι πλῆθος ἀντίκειται Arst.);
2 краткость, непродолжительность (χρόνου Plat.);
3 малые размеры, недостаточность, скудость (οὐσίας Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγότης: -ητος, ἀντίθετ. τῷ πλῆθος ἐν πάσαις ταῖς σημασίαις. 1) τὸ νὰ εἶναί τι ὀλίγον, Πλάτ. Νόμ. 678C, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 3, 8, κ. ἀλλ.· ὀλιγότης ἀρχόντων, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 3. 8, 4. 2) σμικρότης, σπάνις, Πλάτ. Πολ. 591Ε, Νόμ. 745D. 3) ἐπὶ χρόνου, βραχύτης, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 158D. 3) ἀδυναμία, περὶ τοῦ ὀλίγα ὑπ’ ἀσθενείας λέγοντος, Πολυδ. Ϛ΄, 145.

Greek Monotonic

ὀλῐγότης: -ητος, ἡ (ὀλίγος),·
I. λέγεται για αριθμό, το να είναι κάτι λιγοστό, σε Πλάτ.
II. λέγεται για ποσότητα, έλλειψη, σπανιότητα· χρησιμ. για χρόνο, βραχύτητα, στον ίδ.

Middle Liddell

ὀλῐγότης, ητος, ἡ, ὀλίγος
I. of Number, fewness, Plat.
II. of Amount, smallness, scantiness:—of time, shortness, Plat.

English (Woodhouse)

paucity, scantiness, smallness, shortness of time