ἑρπυσμός

From LSJ
Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑρπυσμός Medium diacritics: ἑρπυσμός Low diacritics: ερπυσμός Capitals: ΕΡΠΥΣΜΟΣ
Transliteration A: herpysmós Transliteration B: herpysmos Transliteration C: erpysmos Beta Code: e(rpusmo/s

English (LSJ)

ὁ,=foreg., Suid. ; also,=ἡ φωνὴ τῶν χοίρων, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1034] ὁ, das Kriechen, Suid. Vgl. ἑρπησμός.

Greek Monolingual

ο (Α ἑρπυσμός) ερπύζω
το να προχωρεί κάποιος έρποντας, σέρνοντας την κοιλιά στο έδαφος (α. «ο ερπυσμός τών βρεφών»
«ο ερπυσμός τών στρατιωτών υπό τα εχθρικά πυρά»)
νεοελλ.
η επιμήκυνση που προκαλείται σε μέταλλα λόγω υψηλής θερμοκρασίας
αρχ.
κατά τον Ησύχ. «ἡ φωνὴ τῶν χοίρων».