χαλκῖτις

From LSJ
Revision as of 21:32, 21 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκῖτις Medium diacritics: χαλκῖτις Low diacritics: χαλκίτις Capitals: ΧΑΛΚΙΤΙΣ
Transliteration A: chalkîtis Transliteration B: chalkitis Transliteration C: chalkitis Beta Code: xalki=tis

English (LSJ)

ιδος (εως Gal. 13.375), ἡ,
A containing copper, λίθος χ. copper-ore, worked in Cyprus, Arist.HA552b10; and in Euboea, Plu.2.434a.
2 a mineral, rock-alum, Emp. ap. Gal.15.32 (sed v. χαλκίτης), Dsc.5.99, POxy.1088.19 (i A. D.), Sor.2.41; χ. στυπτηρίη Hp.Ulc.14; χ. κυανέη (of doubtful nature) ib.21.
II = χρυσάνθεμον, Ps.-Dsc.4.58.

French (Bailly abrégé)

ίτεως ou ίτιδος
adj. f.
de cuivre.
Étymologie: χαλκός.

German (Pape)

fem. zu χαλκίτης.

Russian (Dvoretsky)

χαλκῖτις: εως и ιδος adj. f содержащая медь: χ. λίθος Arst. медный колчедан.
ιδος ἡ (sc. φλέψ) меденосная жила lut.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκῖτις: -ιδος, ἡ, περιέχουσα χαλκόν, λίθος χ., μεταλλικὴ πέτρα περιέχουσα χαλκόν, ἣν ἐκαμίνευον ἐν Κύπρῳ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 24· καὶ ἐν Εὐβοίᾳ, χ. φλὲψ Πλούτ. 2. 434Α. 2) ὀρυκτόν τι, στυπτηρία, Ἐμπεδ. παρὰ Γαλην., Διοσκ. 5. 115· πρβλ. Foës. Oec. Hipp. ἐν λ. στυπτηρία. ΙΙ. = χρυσάνθεμον, Διοσκ. (ἐκ τῶν Νόθων) 4. 58.

Greek Monolingual

-ίτιδος και -ίτεως, ἡ, Α
βλ. χαλκίτιδα.