ἐλεφαντίασις
ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → silence is evidence of unwillingness (Menander)
English (LSJ)
-εως, ἡ, the disease elephantiasis, Cels.3.25, Dsc.2.70.3, Plu.2.731a.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
medic., n. de varios tipos de lepra o elefantiasis, esp. lepra tuberculosa, elefantiasis de los griegos Cels.3.25, Plin.HN 20.144, Ruf. en Orib.45.28 tít., Gal.7.72, 12.827, Philum. en Orib.45.28 tít., Ptol.Tetr.3.13.17, Plu.2.731b, Vett.Val.121.27, GMA 18.24 (IV d.C.), Veg.Mul.1.9.1, Aët.1.318, Περὶ ἐλεφαντιάσεως tít. de un tratado atribuido a Demócrito, Ps.Democr.B 300.10, ἐλεφαντιάσεις ... καὶ λέπραι Gal.6.849, cf. Dsc.2.70.3, Orib.15.2.36, identif. c. la φοινικίη νόσος Gal.19.153.
German (Pape)
[Seite 796] ἡ, eine schlimme Art Aussatz, von der Ähnlichkeit mit der Elephantenhaut, Plut. Symp. 8, 9, 1 u. Medic.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
éléphantiasis, sorte de lèpre.
Étymologie: ἐλέφας.
Russian (Dvoretsky)
ἐλεφαντίᾱσις: εως ἡ элефантиаз, элефантиазис, слоновая болезнь (у людей) Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλεφαντίασις: -εως, ἡ, εἶδος νόσου τοῦ δέρματος, εἶδος λέπρας, ἰδίως ἐν Αἰγύπτῳ, καλεῖται δὲ οὕτως ἐκ τῆς ὁμοιότητος αὐτῆς πρὸς τὸ δέρμα ἐλέφαντος, Πλούτ. 2. 731Α κἑξ., Ἀρετ. Χρον. Παθ. 2. 13· ― ὡσαύτως, ἐλεφαντιασμός, ὁ, Ἐτυμολ. Μ. 561. 4: ― ἐλεφαντιάω, ὑποφέρω ἐξ ἐλεφαντιάσεως, Διοσκ. 1. 105, Προκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 214.
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἐλεφαντίασις)
1. διόγκωση τών ποδιών, τών χεριών ή των γεννητικών οργάνων που οφείλεται σε παθολογικά αίτια
2. πάθηση του δέρματος με χρόνια φλεγμονή και σκλήρυνση που το κάνει να μοιάζει σαν του ελέφαντα.
Wikipedia EN
Elephantiasis is the enlargement and hardening of limbs or body parts due to tissue swelling. It is characterised by edema, hypertrophy, and fibrosis of skin and subcutaneous tissues, due to obstruction of lymphatic vessels. It may affect the genitalia. The term elephantiasis is often used in reference to (symptoms caused by) parasitic worm infections, but may refer to a variety of diseases where parts of a person's body swell to massive proportions.
Translations
elephantiasis
be: элефантыяз; cs: elefantiáza; da: elefantiasis; el: ελεφαντίαση; en: elephantiasis; es: elefantiasis; eu: pakidermia; fi: elefanttitauti; fr: éléphantiasis; ga: eilifintiáis; he: אלפנטיאזיס; io: elefantiazo; ja: 象皮病; kn: ಆನೆದೊಗಲು; no: elefantiasis; pl: słoniowacizna; rw: indwara y’imidido; sh: elefantijaza; sr: елефантијаза; uk: слоновість; zh: 象皮病