πολύφονος
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
πολυφόνον, murderous, E.HF420 (lyr.), Rh.62.465.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très meurtrier.
Étymologie: πολύς, φόνος.
German (Pape)
[Seite 676] viel tödtend, χείρ, κύων, Eur. Rhes. 62 Herc. f. 420.
Russian (Dvoretsky)
πολύφονος: убивающий многих (χείρ Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύφονος -ον [πολύς, φόνος] moorddadig.
Greek Monotonic
πολύφονος: -ον, πολύ φονικός, εξαιρετικά θανατηφόρος, σε Ευρ.