προσχηματισμός
From LSJ
ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
English (LSJ)
ὁ,
A outward show, τιμῆς ἕνεκεν ἢ καὶ π. Gal.Anim. Pass.2.2 (nisi leg. πρὸς χρηματισμόν, cf. Protr.14).
German (Pape)
[Seite 789] ὁ, bei den Gramm. Verlängerung durch eine Sylbe, sonst παραγωγή. ὁ, bei den Gramm. Verlängerung durch eine Sylbe, sonst παραγωγή.
Greek (Liddell-Scott)
προσχημᾰτισμός: ὁ, «προσχηματισμός ἐστι προσθήκη μιᾶς συλλαβῆς κατὰ τὸ τέλος, οἷον ὄνειρα ὀνείρατα», Ἰωσὴφ τοῦ Ρακενδ. Σύνοψ. Ρητ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 3, σ. 567, 30.