λιμώσσω

From LSJ

Ὅπου βία πάρεστιν, οὐ σθένει νόμος → Quo vis irrumpit, ibi nihil leges valent → Da, wo Gewalt obherrscht, ist kein Gesetz in Kraft

Menander, Monostichoi, 409
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῑμώσσω Medium diacritics: λιμώσσω Low diacritics: λιμώσσω Capitals: ΛΙΜΩΣΣΩ
Transliteration A: limṓssō Transliteration B: limōssō Transliteration C: limosso Beta Code: limw/ssw

English (LSJ)

Att. λιμώττω, to be famished, be hungry, Str.15.2.5, J.AJ2.1.1, Babr.45.8, AP6.307.8 (Phan.), Luc. Luct.9, Alciphr.1.21: aor. ἐλίμωξα Apostol.10.53.

French (Bailly abrégé)

f. λιμώξομαι, ao. ἐλίμωξα, pf. inus.
souffrir de la faim.
Étymologie: λιμός.

Russian (Dvoretsky)

λῑμώσσω: атт. λιμώττω терпеть голод, голодать Luc., Plut., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

λῑμώσσω: Ἀττ. -ττω, πάσχω ἐκ πείνης, εἶμαι πεινασμένος, «λιμώττειν ἐκείνους φαμὲν ὅσοι δι’ ἀπορίαν σιτίων εἰς ἄκρον ἥκουσι πείνης» Γαλην. εἰς Ἱππ. Ἀφ. 2, 16, Στράβ. 722, Βάβρ. 45. 8, Ἀνθ. Π. 6. 307, Λουκ. π. Πένθ. 9, Ἀλκίφρων 1. 21· ἀόρ. ἐλίμωξα, μνημονεύεται ἐκ τῶν Παροιμιογρ.· μέσ. μέλλ. λιμώξομαι, μνημονεύεται ἐκ Νικηφ. Ρητ. - Πρβλ. λοιμώσσω ἐκ τοῦ λοιμός. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 99.

Greek Monolingual

και λιμώττω (AM λιμώσσω, Α αττ. τ. λιμώττω) λιμός
βασανίζομαι από μεγάλη πείνα, είμαι πεινασμένος λόγω παντελούς ελλείψεως τροφίμων.

Greek Monotonic

λῑμώσσω: Αττ. λιμώττω (λιμός), είμαι ξελιγωμένος από την πείνα, είμαι πεινασμένος, σε Στράβ., Ανθ.

Middle Liddell

λῑμώσσω, λιμός
to be famished, hungry, Strab., Anth.

Mantoulidis Etymological

(=πεθαίνω ἀπό τήν πείνα). Ἀπό τό λιμός, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

I'm hungry

Abkhaz: амла сакуеит; Albanian: më ka marrë uria; Arabic: ⁧أَنَا جَائِع⁩, ⁧أَنَا جَائِعَة⁩; Armenian: ես սոված եմ; Bashkir: асыҡтым; Belarusian: я хачу есці, я галодны, я галодная; Bengali: আমার ক্ষুধা লাগছে; Bikol Central: nakakamati ako nin gutom; Bulgarian: искам да ям, аз съм гладен, аз съм гладна; Burmese: ကျနော်ဆာ, ဗိုက်ဆာတယ်; Catalan: tinc gana; Cebuano: gigutom na ko; Chamorro: ñålang yo'; Cherokee: ᎠᎩᏲᏏ; Chinese Mandarin: 我餓了/我饿了, 我很餓/我很饿; Min Nan Philippine Hokkien: 阮腹肚枵, 我枵咯; Czech: mám hlad; Danish: jeg er sulten; Dutch: ik heb honger; Esperanto: mi malsatas, mi estas malsata; Estonian: ma olen näljane; Faroese: eg eri svangur, eg eri svong; Finnish: minulla on nälkä; French: j'ai faim; Galician: teño fame; Georgian: მშია; German: ich habe Hunger, ich bin hungrig; Greek: δεν σε βλέπω από την πείνα, διαμαρτύρεται το στομάχι μου, έχει μαυρίσει το μάτι μου από την πείνα, έχω βουλιμία, έχω κάτι λόρδες, έχω κάτι πείνες, η κοιλιά μου παίζει ταμπουρά, η κοιλιά μου παίζει ταμπούρλο, θα έτρωγα κι εσένα, λιγώνομαι, λιμάζω, λιμοκτονώ, με έχει πιάσει βουλιμία, με θερίζει η πείνα, με κόβει η λόρδα, με κόβει η πείνα, με λιγώνει η πείνα, μου πέφτουν τα σάλια, μου τρέχουν τα σάλια, ξελιγώνομαι, πεθαίνω απ' την πείνα, πεθαίνω της πείνας, πεινάω, πεινάω σαν λύκος, τα πάντα θα έτρωγα τώρα, τρέχουν τα σάλια μου; Ancient Greek: βουλιμιάω, βουλιμιῶ, βρωσείω, λαιμάσσω, λαιμάττω, λιμώσσω, λιμώττω, πεινάω, πεινῶ, ὑποπεινάω, ὑποπεινῶ; Hawaiian: pōloli au; Hebrew: ⁧אַנִי רָעֵב⁩, ⁧אַנִי רְעֵבָה⁩; Hindi: मुझे भूख लगी है; Hungarian: éhes vagyok; Icelandic: ég er svangur, ég er svöng, mig svengir; Ido: me hungras; Ilocano: mabisinak, mabisbisinak; Ingrian: miul ono nälkä; Irish: tá ocras orm; Italian: ho fame, sono affamato; Japanese: お腹が空いています, 腹が減っている; Jeju: 베고프우다, 베고파마씸, 베고파; Kapampangan: maranup ku, maranup na ku; Kazakh: мен ашпын, қарным аш; Khmer: ខ្ញុំឃ្លាន; Korean: 배고픕니다, 배고파요, 배고파; Latin: esurio; Latvian: es esmu izsalcis; Lithuanian: aš alkanas, aš alkana; Low German German Low German: ik heff Hunger, ik bün hungrig; Macedonian: сакам да јадам, јас сум гладен, јас сум гладна; Malay: saya lapar; Malayalam: എനിക്ക് വിശക്കുന്നു; Maltese: għandi l-ġuħ; Marathi: मला भूक लागली आहे; Mongolian: би өлсч байна; Navajo: dichin nisin; Norwegian: jeg er sulten; Nynorsk: eg er svolten; Ojibwe: nimbakade, ninoondezgade; Persian: ⁧گرسنه‌ام⁩, ⁧گرسنه هستم⁩, ⁧گشنمه⁩; Polish: jestem głodny, jestem głodna, chce mi się jeść; Portuguese: eu estou com fome, eu estou faminto; Romani: si manqe bokh; Romanian: mi-e foame, sunt flămând, sunt flămândă, am foame; Russian: я хочу есть, я голоден, я голодна, я голодный, я голодная; Serbo-Croatian Cyrillic: сам гладан, сам гладна; Roman: sam gladan, sam gladna; Slovak: mám hlad; Slovene: jaz sem lačen, jaz sem lačna; Spanish: tengo hambre; Swedish: jag är hungrig; Tagalog: nagugutom ako, ako ay nagugutom, gutom na ako; Tajik: гурусна ҳастам, гуруснаам; Telugu: నాకు ఆకలిగా ఉన్నది; Thai: ผมหิวครับ, ดิฉันหิวค่ะ, ฉันหิว - male or ค่ะ female for politeness); Turkish: acıktım, açım; Ukrainian: я хочу ї́сти, я голодний, я голодна; Ume Sami: månna leäb njeälgguominne; Vietnamese: tôi đói; Welsh: mae eisiau bwyd arnaf i; Yiddish: ⁧איך בין הונגעריק⁩; Yoruba: ebi ń pa mí; Zazaki: ez veyşan a