αὐτόχροος
English (LSJ)
αὐτόχροον, contr. αὐτόχρους, αὐτόχρουν,
A with its own, natural colour, Plu.2.270f.
2 of one and the same colour, ib.330a.
Spanish (DGE)
-ουν
1 que tiene su propio color, su color natural τὸ δ' αὐ. μέλαν ... φύσει βαπτόν ἐστι Plu.2.270f.
2 de un solo color χλαμύς Plu.2.330a, PCair.Zen.92.6 (III a.C.).
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
1 qui a sa couleur propre, sa couleur naturelle;
2 d'une seule et même couleur.
Étymologie: αὐτός, χρόα.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόχροος: -ον, συνηρ. -χρους, ουν, ἔχων τὸ ἴδιον ἑαυτοῦ χρῶμα, δηλ. τὸ φυσικὸν αὐτοῦ χρῶμα, Πλούτ. 2. 270Ε. 2) τοῦ αὐτοῦ χρώματος, αὐτόθι 330Α.
Russian (Dvoretsky)
αὐτόχροος: стяж. αὐτόχρους
1 самоцветный, натуральный (τὸ μέλαν Plut.);
2 одноцветный (χλαμύς Plut.).
German (Pape)
mit eigener, natürlicher Farbe, μέλαν Plut. qu.Rom. 26; von einerlei Farbe, χλαμύς, dem περιπόρφυρος entgegstzt Plut. Alex. fort. I.8.