αἰθαλόω
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
English (LSJ)
to soil with soot or soil with smoke, E.El.1140:—Pass., burn to soot, Dsc. 1.66; poet., to be laid waste by fire, Lyc. 141.
Spanish (DGE)
(αἰθᾰλόω) I tr.
1 tiznar μή σ' αἰθαλώσῃ πολύκαπνον στέγος πέπλους no te tizne el peplo esta casa completamente ahumada E.El.1140.
2 incendiar πυκνὸν πτερόν E.Fr.665a, τοὺς γύας las campiñas Lyc.1340
•pas. οἱ οἶκοι ... ᾐθαλωμένοι φλογί las casas consumidas por el fuego Lyc.1416, πάτρα ᾐθαλωμένη Lyc.141.
3 alquim. sublimar en pas. ref. al óxido de cobre, Zos.Alch.Comm.Gen.2.26.
II 1intr. humear (κεραυνοί) οἳ αἰθαλώσαντες μόνον διῆλθον Arr.Phys.3.
2 en v. med. sublimarse Zos.Alch.Comm.Gen.2.26.
French (Bailly abrégé)
αἰθαλῶ :
donner une couleur de suie, noircir.
Étymologie: αἴθαλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἰθαλόω αἴθαλος zwart maken met roet.
German (Pape)
verbrennen, Eur. El. 1140.
Russian (Dvoretsky)
αἰθᾰλόω: покрывать копотью, пачкать сажей (πέπλους Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
αἰθᾰλόω: ῥυπαίνω δι’ αἰθάλης ἢ καπνοῦ, Εὐρ. Ἠλ. 1140: - Παθ. κατακαίομαι μέχρις αἰθάλης, Διοσκ 1. 79· ποιητ. καταστρέφομαι, ἐρημοῦμαι διὰ τοῦ πυρός, Λυκόφρ. 141.
Greek Monotonic
αἰθᾰλόω: μέλ. -ώσω, λερώνω, ρυπαίνω με καπνιά ή καπνό, σε Ευρ.