παχύπους
τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon
English (LSJ)
[ῠ], ὁ, ἡ, gen. ποδος, thick-footed, v.l. in Arist.HA557a23, cf. Adam.2.48.
German (Pape)
[Seite 539] οδος, dickfüßig, Polem. physiogn., Hesych.
Russian (Dvoretsky)
πᾱχύπους: 2, gen. ποδος (ῠ) толстоногий Arst.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰχύπους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων παχεῖς πόδας, διάφ. γραφ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἰστ. 5. 31, 7, Πολέμων. Φυσιογν. 287. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παχύποδα· τὸν ὑπὸ λιμοῦ καὶ φιλαργυρίας οἰδήσαντα». - Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τ. Α΄, σ. 395.
Greek Monolingual
-ουν, ΝΑ
αυτός που έχει παχιά πόδια, χοντροπόδαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχύ- + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. πλατύπους].